πολυσυνθετικός

πολυσυνθετικός
-ή, -ό, Ν [πολυσύνθετος]
(για γλώσσες) αυτός που έχει πολυσύνθετες λέξεις («η Γερμανική είναι πολυσυνθετική γλώσσα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”